υπότιτλος — ο δεύτερος τίτλος βιβλίου, άρθρου, κάτω από γενικότερο τίτλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… … Dictionary of Greek
επίτιτλος — ο τίτλος που τίθεται πολλές φορές πάνω από τον κύριο τίτλο άρθρου, μελέτης ή άλλου δημοσιεύματος σε εφημερίδα ή περιοδικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τίτλος (πρβλ. υπότιτλος). Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Ιωάννη Α. Ρωμανό ως απόδοση στην Ελληνική… … Dictionary of Greek
υποτίτλωσις — ώσεως, ἡ, Μ διάρθρωση κειμένου σε κεφάλαια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπότιτλος, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *ὑποτιτλῶ, όω] … Dictionary of Greek
υπότιτλο — το, Ν βλ. υπότιτλος … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
μότο — το άκλ. (λ. ιταλ.), γνωμικό που μπαίνει σαν υπότιτλος στην αρχή κάποιου κειμένου ή στην πρώτη σελίδα βιβλίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)